- ἐπώμιος
- ἐπώμιοςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επώμιος — βλ. επώμιο … Dictionary of Greek
ἐπώμιον — ἐπώμιος masc/fem acc sg ἐπώμιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπωμίοις — ἐπώμιος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπωμίους — ἐπώμιος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επώμιο — το (AM ως επίθ. ἐπώμιος, ον) νεοελλ. μικρό ορθογώνιο ύφασμα στους ώμους τών στρατιωτικών χιτωνίων και τής μικρής στολής τών αξιωματικών με τα διακριτικά τής μονάδας και τού βαθμού αρχ. μσν. 1. ο επωμάδιος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπώμιον το ωμοφόριο … Dictionary of Greek